- βασιλοφάγος
- ο1. αυτός που «έφαγε», δηλ. σκότωσε ή εκθρόνισε βασιλιά2. φανατικός πολέμιος του βασιλικού θεσμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς + -φάγος < (θ.) φαγ-, έφαγον (αόρ. β' του εσθίω.) Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.